Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πιθίσκος — ὁ, Α [πίθος] μικρό πιθάρι … Dictionary of Greek
πιθίσκους — πιθίσκος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)